Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

 Η Ποιητική καταβολή του κόσμου και οι

καταραμένοι ποιητές  

Ανάμεσα στους παράνομους και παρίες 

της κοινωνίας

                                                

Η ποίηση σίγουρα δεν χωράει σε ορισμούς και καλούπια, δεν μπορεί να ενσωματωθεί ως μία εκ των τεχνών που αποτελούν το εύσχημο μόρφωμα της κοινωνίας και να την φέρουμε στα μέτρα των κάθε λογής κριτικών και των συντηρητικών ερμηνειών τους.

Πάντοτε αποτελούσε μία ιερή συνθήκη ανάμεσα σε αυτήν και τον ποιητή που ο τελευταίος ως θεράποντάς της, πλήρωνε, τις περισσότερες φορές και με την ίδια του την ζωή, το υψηλό αυτό τίμημα, ενώ η ενσωμάτωσή του στις κοινωνικές νόρμες ήταν πάντοτε αδύνατη και εκ προοιμίου ατελέσφορη.

 

Έτσι οι ποιητές οπλισμένοι με μια δύναμη που δεν χωράει σε συμβατικότητες και συνήθως έξω από την συνηθισμένη ζωή που διάγουν οι άνθρωποι, ζουν και εμπνέονται από μια βαθιά δική τους ενσυναίσθηση, από μια μαγική ισχύ που πολλές φορές τους ξεπερνάει, οπλισμένοι με το πύρινο ταλέντο τους, χαρίζουν στον άνθρωπο την εικόνα ενός άλλου κόσμου εντός αυτού του κόσμου, την όψη ενός θαυμαστού ιδεώδους που μόνο όσοι αφήσουν την προσκόλλησή τους στο κυρίαρχο ρεύμα θα μπορέσουν να λάβουν.


Είναι τεράστια η δύναμη της ποίησης όταν αγκαλιάζεται απόλυτα από την συνείδηση του αναγνώστη, όταν αφήνεται να παρασυρθεί από τους απόκρυφους ανέμους της, όταν δεν τρομάζει μπροστά στα πρωτόγνωρα και ακατάληπτα εν πολλοίς τοπία της, η ποίηση δεν θέλει ανάγνωση, θέλει συντονισμό μαζί της μέσω της συνήχησης με τους πρωτόγονους, με την ουσιαστική σημασία της λέξης, κραδασμούς της.

 


 

Στην πορεία των αιώνων ως κοινωνίες με τις αρραγείς δομές και την εξελικτική τους διαδρομή, συνηθίσαμε να φτιάχνουμε πορτραίτα των ποιητών, να εντρυφούμε στα πολυεπίπεδα έργα τους, αλλά ποτέ δεν συμπόρευσε ο κόσμος αυτός με το παρόν των ποιητών, οι ποιητές σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο στον καιρό τους ήταν οι παρείσακτοι και οι παρίες, ήταν οι παραβάτες και οι εκτροπείς του φορμαλισμού του κόσμου, δεν συμβάδιζαν και δεν ακολουθούσαν τα της εποχής τους, έτσι οι μελλοντικές γενιές ήταν αυτές που συνήθως καταπιάνονταν με την εμφάνιση του έργου τους στον κόσμο, έφερναν στο φως της μέρας την δική τους αστροφώτιστη νύχτα για να γεμίσει και με άλλα όνειρα ο κόσμος, για να φανερωθούν νέα τοπία στα ανεξιχνίαστα μονοπάτια των πεπρωμένων των ανθρώπων.

 

Καταραμένοι Ποιητές, ένας κόσμος άφατου πόνου 

και ολικής έκστασης…

“Προσευχηθείτε γι' αυτούς”…

Είθισται ο όρος Καταραμένοι Ποιητές να αποτελεί στις φιλολογικές δέλτους ακόμα μία καταχώρηση, ανάμεσα στις άλλες, που προσπαθεί να εγκιβωτίσει σε έναν ορισμό την ποίηση και την ζωή εκτός των ορίων, έτσι όπως την βίωσαν και την μεταποίησαν σε οριακή δημιουργία ποιητές που δεν συνυπέγραψαν και δεν συμμορφώθηκαν με καμία κοινωνική συνθήκη, κανένας τόπος των ανθρώπων δεν έγινε μέρος τους.

Ούτε χωρικά ούτε χρονικά μπορούμε να εντοπίσουμε μια κοινή συνισταμένη για να ανακαλύψουμε τα ίχνη των καταραμένων ποιητών, βρίσκονται παντού και πάντοτε όπως ποτέ και πουθενά, αποτελούν την μαγιά μιας γης που ακόμα βρίσκεται στην προπτωτική της περίοδο, αλλά και την τροχιά μιας γης που βρίσκεται σε μία διαρκή πτώση, σε ένα διαρκές και ιλιγγιώδες τρεμόσβημα.

Εκ προοιμίου η ταραχώδης ζωή, το άγγιγμα του ανέφικτου, η μυστική ζύμωση της εμπειρίας με το όραμα, η περιπλάνηση εκτός των οριοθετημένων συντεταγμένων της πραγματικότητας, η ανοίκεια έλξη με την καταστροφή, το εκτροχιαστικό σμίλεμα υλικών ξένων προς την ερμηνεία, η συνεχής πλεύση με όλους τους ανέμους στο άγνωστο, αποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ συστατικά μιας καταραμένης τέχνης σε μια καταραμένη ζωή, μιας καταραμένης πραγματικότητας σε ένα ευλογημένο όνειρο.

Αναφορά λοιπόν σε κάτι άπιαστο όπως και η πρωινή ομίχλη στην αυγή μιας καλοκαιρινής ημέρας καθώς η διάθλαση των αχτίδων του φωτός αντικατοπτρίζεται στην επιφάνεια ενός ποτηριού γεμισμένου με αψέντι, όπως τις μορφές που δημιουργεί ο καπνός του χασίς στην παραισθησιακή ατμόσφαιρα του σούρουπου.

Κοινό χαρακτηριστικό των καταραμένων ποιητών ήταν η ζωή εκτός των ορίων, εθισμένοι σε καταραμένες καταχρήσεις, μπολιασμένοι με τον θάνατο στην έξαψη της ζωής, γεύτηκαν τα δηλητήρια και τα νέκταρ με την ίδια παράφορη ορμή, άντλησαν από την μανία της ξέφρενης πορείας τους για να βιώσουν το απόλυτο, την απομόνωση και την ερημιά.

«Απόλυτοι από την άποψη της φαντασίας, απόλυτοι στην έκφραση, απόλυτοι όπως οι αδρές αχτίδες των πιο δοξασμένων αιώνων.




Αλλά καταραμένοι! Σκεφτείτε το.» αναφέρει ο Πωλ Βερλαίν στο έργο του «Καταραμένοι Ποιητές».

Ο Κάρολος Μπωντλαίρ έζησε στο συνεχές τρικύμισμα των παθών του, η ποίησή του ατενίζει ένα φωτεινό πεπρωμένο, λίμνες και θάλασσες εξαίσιες, ακτές μαγευτικές και ιλιγγιώδεις πόντοι, ζάλη και παραίσθηση, ένας έκπτωτος πρίγκηπας στον κόσμο των κολασμένων, μεθυσμένος με την γλυκιά νιότη, εξαρτημένος από το αψέντι και το χασίς, από το όραμα και το μυστικό φως.


Έζησε ανάγοντας την μελαγχολία (spleen) στο ιδανικό της πραγματικότητας, ένας περιφρονητής των αξιών των μικροαστών, η ποίησή του συντέλεσε στο να καθιερωθεί ως ο εκφραστής μιας νεωτερικότητας που αψηφούσε υπεροπτικά κάθε παλιά σύμβαση, οτιδήποτε ανάγονταν σε ένα παρελθόν φορμαλισμού και λογοτεχνικών κανόνων.

(«…από την ύπαρξη του «πεζού ποιήματος» που οφείλει την καθιέρωσή του στον Baudelaire, είδους που συγκαταλέγεται στην λυρική ποίηση» (Γιώργος Βελούδης, Γραμματολογία, Θεωρία Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη).

Μανιώδης συλλέκτης εξαιρετικών στιγμών, μπολιάζει το κακό με τα πιο σπάνια άνθη για να μας πλημμυρίσει με το άρωμά τους εκδίδοντας την ποιητική συλλογή «Τα Άνθη του Κακού» και ο ίδιος για να διωχθεί και να καταδικαστεί κρίνοντας η κοινωνία της εποχής του προσβλητικά και βλάσφημα τα ποιήματά του.

«Στον τίτλο του πρώτου κύκλου ποιημάτων στα Άνθη του Κακού, “Spleen et idéal”, η παλαιότερη δάνεια λέξη της γαλλικής γλώσσας συναντά την πλέον πρόσφατη. Για τον Μπωντλαίρ δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο εννοιών. Αναγνωρίζει στη μελαγχολία (spleen) την τελευταία μεταμόρφωση του ιδανικού (idéal) – το ιδανικό τού φαίνεται η πρώτη έκφραση της μελαγχολίας.» Walter Benjamin

«Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει! Δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά' μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει, σκοντάφτει απ’ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά». (Κάρολος Μπωντλαίρ, Άλμπατρος, Τα Άνθη του Κακού).


Ανακαλύπτει τον Πόε, συναντά σε αυτόν ένα πνευματικό αδελφό, τους συνδέει μια κοινή καταραμένη μοίρα και μεταφράζει τα έργα του. Συμμετέχει στις εξεγέρσεις του Φλεβάρη 1848 στην επανάσταση των οδοφραγμάτων. Λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, που ήταν στρατιωτικός.

Χάνεται στους τεχνητούς παράδεισους, μεθάει με φαντασία και όνειρο,  με όπιο και αψέντι, με χασίς και κρασί, αλήτης, διάγει ζωή άστατη, εξανεμίζεται η περιουσία του και προσβάλλεται από σύφιλη.

«Βαθιές χαρές του κρασιού, ποιος δεν σας έχει γνωρίσει; Όποιος θέλησε να καταπραΰνει μια τύψη, να ξεθάψει μια ανάμνηση, να πνίξει μια θλίψη, να πλάσει μια χίμαιρα, όλοι επιτέλους σε έχουν επικαλεσθεί, μυστηριώδη θεέ, κρυμμένε στις ίνες του κλήματος. Τι μεγάλα που είναι τα θεάματα του κρασιού καθώς φωτίζονται από τον εσωτερικό ήλιο. Πόσο αληθινή και καυτή είναι αυτή η δεύτερη νεότητα που ο άνθρωπος αντλεί από μέσα του!...» (Σαρλ Μπωντλαίρ, Τεχνητοί Παράδεισοι).

Θα πεθάνει στην αγκαλιά της μητέρας του που συμπύκνωνε η παρουσία της δίπλα του, εκείνες τις τελευταίες ώρες του περάσματος, όλες τις γυναίκες που τραγούδησε γι΄ αυτές, το αρχέτυπο της γυναίκας που είναι η παντοτινή μούσα που στέφει με την αιώνια δάφνη της το ζαλισμένο από την μεθυστική τροχιά των λέξεων, μέτωπο του ποιητή.


Α
ιώνιο σημείο αναφοράς στην καταραμένη τέχνη, στους ποιητές του καταραμένου και στους διαφθορείς του οικείου και του συνηθισμένου είναι ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο ποιητής που πήρε το πιο βίαιο διαζύγιο με την λογοτεχνία στην ιστορία της τέχνης, ο ενορατικός, μυστικός και εκστατικός Ρεμπώ  τελειοποίησε όσο κανείς άλλος το μεθυστικό τραγούδι μιας ζωής χωρίς κανένα πεπερασμένο νόημα, πρωταρχική πηγή μιας απύθμενης έμπνευσης, έγραψε ποίηση έξω από τον χώρο και τον χρόνο των ανθρώπων, συνεχίζοντας να ζει πάντα στο μεθυστικό κατώφλι της οριακής πραγματικότητας.



 

Ο Ρεμπώ θα επηρεάσει εκατοντάδες ποιητές και καλλιτέχνες και θα αποτελέσει έμβλημα ανυπακοής στην ροκ μουσική. Εδώ η Πάτι Σμιθ στον ταφώ του Ρεμπώ. 

Αριστουργήματα που σπαθίζουν σαν κοφτερές λεπίδες την κοινωνία της βαρετής πλήξης της εποχής του, αλχημικές μεταστοιχειώσεις συντελούνται ανάμεσα στις λέξεις του, («…οι απαρχαιωμένοι ποιητικοί τρόποι είχαν μεγάλο μερίδιο στην αλχημεία του λόγου μου…» (Arthur Rimbaud Μια Εποχή στην Κόλαση),  οι σελίδες του παρασυρόμενες ατέρμονα από τους ατίθασους ανέμους της παραφοράς και της έξαψης.

 

Θα κηρύξει με μια αδίστακτη επιμέλεια την οριστική αποχώρηση από τον κόσμο, θα γίνει ο καθοδηγητής μας στην κόλαση, βλέπει οράματα και συνδιαλέγεται με πνεύματα, ζει εκστατικά μέσα στην παραφορά του πάθους και της σμίλεψης του απόλυτου, χωρίς κανένα δεσμό με τον κόσμο θα γράψει όπως ποτέ δεν είχε γίνει πριν από αυτόν, ο Ρεμπώ το αιώνιο παιδί που τα βήματά του χαράζουν την ανεξίτηλη πορεία στην αιωνιότητα.


Στην παιδική του ηλικία θα ξεχωρίσει για την εκλεκτή του ιδιοφυία, «…Νά τη πάλι εδώ η κωλοανατροφή των παιδικών μου χρόνων. Και λοιπόν!... Θα κλείσω τα είκοσι, όπως τα κλέινουν και οι άλλοι… Όχι, όχι. Τούτη την ώρα ξεσηκώνομαι ενάντια στον θάνατο!...» (Μια Εποχή στην Κόλαση). 

Αποσπά βραβεία και επαίνους και θα μυηθεί στα υψηλότερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος, μελετά και διαβάζει και παράλληλα νιώθει το ξεχωριστό του πεπρωμένο, αρχίζει να γράφει και να δραπετεύει, να δραπετεύει συνεχώς και από παντού. 

«…Τι κι αν ανάβουν τα φώτα καθώς βραδιάζει στις πολιτείες. Εγώ γυρίζω σελίδα, εγκαταλείπω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αέρας θα κάψει τα πνευμόνια μου· στα εξωτικά κλίματα θα σκληραγωγηθώ. Θα κολυμπώ, θα μασουλάω χορτάρι, θα κυνηγώ, και πάνω απ’ όλα θα καπνίζω· θα πίνω δυνατά ποτά σαν καυτά μέταλλο, όπως έπιναν γύρω από την φωτιά οι καλοί μας πρόγονοι.

Θα γυρίσω μαυρισμένος, με ατσαλένιο κορμί, μάτι που γυαλίζει: μ΄ αυτή τη μεταμφίεση θα νομίζουν πως κρατώ από καλή γενιά. Θα αποκτήσω χρυσάφι: θα ζω μες την τεμπελιά και την αποκτήνωση. Οι γυναίκες φροντίζουν τους σκληρούς άντρες που γυρίζουν τσακισμένοι από τα τροπικά κλίματα…» (Μια Εποχή στην Κόλαση).

Φυγάς αιώνιος, φυγάς από την στοργική αγάπη της μητέρας του, από τον αφοσιωμένο πάνω του Βερλαίν, από την Ευρώπη και την αυτοκρατορία της, από τον κόσμο, από τον χρόνο και τους αναπόδραστους κύκλους του, φυγάς από την λογοτεχνία, ο αιώνιος πλάνητας, ο τυχοδιώκτης μυστικιστής και ο ρομαντικός αναρχικός.





Ταξιδεύει στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες θα νοσηλευτεί έπειτα από τον πυροβολισμό του Βερλαίν στον ώμο του, στην Γερμανία, στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο, στο Βέλγιο θα έρθει σε επαφή με έναν στρατολόγο του ολλανδικού αποικιακού στρατού δηλώνοντας συμμετοχή. Από την Τζακάρτα θα λιποτακτήσει και παρά την καταδίωξή του από ένα απόσπασμα του ολλανδικού στρατού θα καταφέρει να ξεφύγει. Ακολουθούν περιπλανήσεις συνεχόμενες, στη Β. Γερμανία, τη Βρέμη, το Αμβούργο, την Κοπεγχάγη, τη Στοκχόλμη το Παρίσι. Στη συνέχεια θα προσληφθεί ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο. 



Από εκεί θα καταφύγει στην Αφρική, πλάνητας προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης, θα προσληφθεί να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του καφέ που προορίζεται για εξαγωγή. Οργανώνει εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες, με στόχο την χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, στα πλαίσια των οποίων έφθασε μέχρι το Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος και μία από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου εκείνη την εποχή. 

Μία λεπτομερής αναφορά του Ρεμπώ για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της, αλλά και το δεύτερο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση.

Θα κάνει συμφωνίες για εμπόριο όπλων και η αποστολή στη Σόα θα αποδειχθεί εξαιρετικά επικερδής. Θα παραμείνει στο Κάιρο αναρρώνοντας από τις κακουχίες…

Στην Αβησσυνία θα αναδειχθεί σε κορυφαίο έμπορο της περιοχής, θα εγκαταλείψει το Χαράρ, θα εισαχθεί στο νοσοκομείο του Άντεν, κατόπιν της Μασσαλίας όπου και θα υποστεί ακρωτηριασμό και στις 10 Νοεμβρίου 1891 θα περάσει οριστικά τις πύλες της απώτατης διάστασης, θα εξαργυρώσει το άπειρο που τον έζησε με ένα θάνατο στιγμιαίο, για να συνεχίσει την αιώνια του πορεία ανάμεσα στις συμπαντικές σελίδες της ποίησης, χαρίζοντας ως άλλος Όμηρος απλόχερα την ακοίμητη έμπνευση του απείρου.

 




Στον τάφο του αναγράφεται Priez pur lui, Προσευχηθείτε για αυτόν…

«Για κοίτα! Το ρολόι της ζωής σταμάτησε πριν από λίγο. Δεν βρίσκομαι πια στον κόσμο. -Η θεολογία είναι ακριβής, σίγουρα η κόλαση είναι κάτω – και ο ουρανός πάνω. – Έκσταση, εφιάλτης, ύπνος σε μια γέενα του πυρός… Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια, θρησκευτικά ή φυσικά, θάνατος γέννηση, μέλλον, παρελθόν, κοσμογονία, ανυπαρξία. Είμαι άσος στα μαγικά. Ακούστε!... Ξέρω όλα τα κόλπα! – Σίγουρα βρισκόμαστε έξω από τον κόσμο. Κανένας ήχος πια. Χάθηκε η αφή μου…Πεθαίνω από αηδία. Ο τάφος, κι εγώ βορά των σκουληκιών, η φρίκη της φρίκης!... Α! επιστρέφω στην ζωή!...» (Arthur Rimbaud, Μια Εποχή στην Κόλαση).



Οι καταραμένοι ποιητές, οι απόκληροι και οι παρείσακτοι, οι μανιασμένοι με την ζωή και οι παθιασμένοι με την τέχνη, οι επαναστάτες, οι δολοφόνοι και οι βομβιστές, οι ανυπότακτοι, όλοι τους αηδιασμένοι με την κατεστημένη τάξη, με την εποχή τους, με κάθε εποχή των ανθρώπων σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος και πλάτος, «οπουδήποτε, αρκεί να είναι έξω από τον κόσμο» όπως θα αναφωνούσε και ο Μπωντλαίρ, όλοι συντονισμένοι σε μια ρηξικέλευθη έμπνευση, σε ένα οργιαστικό μεθύσι δημιουργίας και καταστροφής, αυτογνωσίας και αυτοκαταστροφής.



Ο  Πωλ Βερλαίν θα αγκαλιαστεί από τα μεταξένια χάδια της μούσας και θα μας χαρίσει ποιήματα γεμάτα λυρισμό και μια υποβόσκουσα κατάνυξη, θα θελήσει να ζήσει μια ήσυχη ζωή και από έναν ευτυχισμένο γάμο θα οδηγηθεί στο διαζύγιο, στον αλκοολισμό, στο παράφορο πάθος για τον Ρεμπώ, σε μια καταδίωξη ανηλεής από την εφησυχασμένη συνείδηση. 

Η ζωή του μια συνεχόμενη δυστυχία, μαυρίλα, απογοήτευση, θα μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, θα πίνει συνεχώς μέχρι να ξεχάσει τα πάντα, και ο «Πρίγκηπας των Ποιητών» πρόωρα αποκαμωμένος από τις καταχρήσεις θα απέλθει από την σκηνή σε ηλικία 52 ετών.







Ο Ιζιντόρ Ντυκάς, γνωστός με το ψευδώνυμο Κόμης του Λωτρεαμόν θα μπολιάσει την λογοτεχνία με το απόλυτο κακό, θα γράψει Τα Άσματα του Μαλντορόρ για να στοιχειώσει το υποσυνείδητο με την αποστροφή και την απέχθεια, με το έγκλημα και το γλυκό του μυστήριο. Για την ζωή του είναι πολύ λίγα γνωστά, θα γεννηθεί στην Ουρουγουάη και θα έρθει στην Γαλλία για σπουδές. Μετά τα Άσματα του Μαλντορόρ με το ψευδώνυμο Λωτρεαμόν θα γράψει τα Ποιήματα με το όνομα του. «Ξέρετε, αρνήθηκα το παρελθόν μου. Δεν τραγουδάω παρά μόνο την ελπίδα» θα γράψει για το δεύτερο έργο του.

 

 

Θα πεθάνει μόνος του κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες σε ηλικία 24 ετών στις 24 Νοεμβρίου 1870 στο σπίτι του στην Μονμάρτη.

«…Γέρο – ωκεανέ, με τα κρουσταλλένια κύματα, συγκρίνοντάς σε μοιάζεις με τις μούσκουλες τότε που ξεχλωριάζουν, να βλέπουμε στη ράχη τους ασπριδερά ξεφτίδια. Μια μαυρίλα είσαι απέραντη, προσκολλημένη στο κορμί της γης: μ’ αρέσει αυτή η σύγκριση…

Γέρο – ωκεανέ, η τελειότητά του σφαιρικού σου σχήματος, που τόσο ιλαραίνει την αυστηρή έκφραση της γεωμετρίας, εμένα δεν μου θυμίζει παρά τα μικρά μάτια του ανθρώπου, που είναι τόσα δα, απαράλλαχτα με του αγριόχοιρου, και καταστρόγγυλα με κείνα των πουλιών της νύχτας. Ωστόσο ετούτος, από καταβολής κόσμου περνιέται για ωραίος. Πάντως εγώ υποπτεύομαι, πως αυτό το κάνει περισσότερο από φιλότιμο, και πως πραγματικά για την ομορφιά του αμφιβάλλει. Τότε, γιατί να κοιτάζει με τόση περιφρόνηση του συνανθρώπου του τη μορφή; Χαίρε ωκεανέ!


 

Γέρο – ωκεανέ, καθόλου δεν είναι απίθανο απ’ ό,τι κρύβουνε οι κόρφοι σου, να είναι ωφέλιμο για το μελλοντικό καλό του ανθρώπου. Ως τώρα, του έδωσες τη φάλαινα, αλλά δεν αφήνεις εύκολα τ’ άπληστα μάτια των φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια μυστικά που διέπουν την ιδιαίτερη οργάνωσή σου: συ, είσαι μετριόφρων. Δεν μοιάζεις του ανθρώπου, που συνεχώς καυχιέται για τιποτένια πράματα, Χαίρε, ωκεανέ!



Γέρο – ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά. Έχουν την ίδια γεύση της χολής, που στάζει η κριτική στις Καλές Τέχνες, στις Επιστήμες και γενικά στα πάντα. Κι αν τύχει κάποιος να είναι μεγαλοφυής, αυτοί τον βγάζουν βλάκα, και τον άλλον με το λυγερό κορμί, απαίσιο καμπούρη. Σίγουρα, ο άνθρωπος θα πρέπει να αισθάνεται έντονα την ατέλειά του, για να της κάνει τέτοια κριτική, που άλλωστε κατά τα τρία τέταρτα, οφείλεται στον ίδιο. Χαίρε ωκεανέ!...» (Λωτρεαμόν, Τα Άσματα Του Μαλντορόρ).

 

Ο Στεφάν Μαλλαρμέ θα χτίσει ένα οπάλινο σύμπαν από λέξεις, θα μετατρέψει τον κόσμο σε λέξη για να ζήσει την ποίηση και την γλώσσα, θα αφήσει ένα αριστουργηματικό έργο υπέροχων συνθέσεων και μοναδικών λεξοτοπίων. Με συνεχή προβλήματα υγείας συντροφιά του είναι η ποίηση, οι λογοτεχνικοί κύκλοι του Παρισιού, θα καταδυθεί στα αρχαία σπήλαια του υποσυνείδητου για να απελευθερώσει την ποίηση από το συντακτικό, θα αναχθεί σε έναν ξεχωριστό ιεροφάντη των λέξεων.



Αγαπά με πάθος το Πόε, μεταφράζει Το Κοράκι καθώς και άλλα ποιήματα, θα γνωριστεί με τον Ρεμπώ, θα συστήσει τις Συναντήσεις της Τρίτης όπου θα παρελάσουν από το σπίτι του όλοι οι λογοτέχνες και διανοούμενοι της εποχής του και σε μια κρίση σπασμών θα πεθάνει από ασφυξία στις 9 Σεπτέμβρη 1898, εν πολλοίς αγνοημένος στην εποχή του αλλά θα επηρεάσει ουσιαστικά και βαθύτατα τα μετέπειτα λογοτεχνικά ρεύματα και θα αφήσει αιώνιο το απόλυτο ίχνος του στην παγκόσμια λογοτεχνία.  



Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ κατοικεί στην οπτασία και συνομιλεί με τις σκιές του ονειρικού κόσμου, θα ζήσει μέσα στην δυστυχία και θα βρει απόδραση στα ταξίδια, ενώ από τις συνεχείς κρίσεις τρέλας το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του θα το περάσει έγκλειστος ασύλων.

 

Θα γράψει το αριστουργηματικό Αυρηλία που είναι μια επιτομή της γνώσης στην ανάδυση της τρέλας, το ανυπότακτο πνεύμα καθώς μεταστοιχειώνει την Materia Prima για να δημιουργήσει το Μεγάλο Έργο, μια βαθιά αλληγορία της μυστικιστικής σύλληψης των πραγμάτων. 

«Το όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή. Δεν κατόρθωσα να διασχίσω αυτές τις πύλες από φίλντισι ή κέρας που μας χωρίζουν απ’ τον αόρατο κόσμο χωρίς να αναριγήσω. Οι πρώτες στιγμές του ύπνου είναι η εικόνα του θανάτου· μια νεφελώδης νάρκη αιχμαλωτίζει την σκέψη μας, και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τη στιγμή που το εγώ, υπό άλλη μορφή, συνεχίζει το έργο της ύπαρξης. Πρόκειται για ένα ακαθόριστο υπόγειο χώρο ο οποίος φωτίζεται σιγά σιγά, και όπου βγαίνουν από τη σκιά και τη νύχτα οι επιβλητικά ακίνητες χλωμές μορφές, που κατοικούν στο ενδιαίτημα του Καθαρτηρίου. Έπειτα σχηματίζεται ο πίνακας, μία νέα λάμψη καταυγάζει και κάνει αυτές τις αλλόκοτες οπτασίες να σαλέψουν:- μας ανοίγεται ο κόσμος των Πνευμάτων…» (Ζεράρ ντε Νερβάλ, Αυρηλία).

Θα βρεθεί κρεμασμένος μια παγερή νύχτα του Ιανουαρίου του 1855 σε ένα σοκάκι του Παρισιού, ελεύθερος για να πετάξει στο φωτεινό σύμπαν της γνώσης απ’ όπου είχε δραπετεύσει για το λίγο που έζησε εδώ στην γη.



Ο Φρανσουά Βιγιόν, με μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, ταραχές και διώξεις, φυλακές και εξορίες, κλέφτης και δολοφόνος, θα συνθέσει μπαλάντες απαράμιλλου λυρισμού, θα χαθούν τα ίχνη του σε ηλικία 32 ετών το 1463.








Ο Αντονέν Αρτώ, μεγαλοφυΐα, παθιασμένος με την έκσταση και το βίωμα του Απόλυτου στην τέχνη, λάτρης της αρχαϊκής γλώσσας, των κραυγών και της τρέλας, θα δραπετεύσει από την Ευρώπη, θα γίνει τοξικομανής, φλερτάρει όλο και περισσότερο με την τρέλα, θα ζήσει αλήτης, θα γνωρίσει τον εγκλεισμό σε ψυχιατρεία και τα ηλεκτροσόκ, θα πεθάνει από καρκίνο στις 4 Μαρτίου 1948, στον τελευταίο ρόλο του, αυτού του νεκρού στο θέατρο της ωμότητας που τόσο ζωντάνεψε.




Ασφαλώς κανένας κατάλογος με τους καταραμένους ποιητές δεν θα ήταν ποτέ πλήρης, καμία γεωγραφική ενότητα δεν θα μπορούσε να απομονωθεί ως η επικρατούσα για αυτούς. Εδώ έγινε μια μικρή αναφορά κυρίως στους Γάλλους καταραμένους ποιητές, σε όλα όμως τα μήκη και πλάτη της γης σε όλες τις εποχές πάντα θα υπάρχουν οι εκκεντρικοί και οι τρελοί, οι αντιρρησίες και οι ανυπότακτοι, εν τέλει οι Ελεύθεροι…

Ονόματα επίσης καταραμένων όπως ο Blaise Cendrars και ο Paul-Jean Toulet, ο Jules Laforgue και ο German Nouveau, ο Maurice Rollinat και ο Villiers De L’Isle-Adam, η Marceline Desbordes – Valmore και η Renee Vivien που θα μείνει στην ιστορία ως η Σαπφώ 1900, o Zean Genet και ο Jacques Prevel, αλλά και ο Τόμας ντε Κουίνσυ που θα γνωρίσει τον κόσμο του οπίου για να μας δώσει τις αριστουργηματικές «Εξομολογήσεις ενός Άγγλου Οπιομανούς» και  εκατοντάδες περισσότεροι που ίσως δεν θα τους μάθουμε ποτέ…

Καταραμένοι ποιητές που έζησαν πέρα από την εποχή τους, μποέμ φιγούρες που λικνίζονταν στο απαλό φύσημα της μούσας και άνοιγαν πανιά στην μέση της ερήμου για να χαθούν σαν σκιές στο έκθαμβο φως του απομεσήμερου, κατοίκησαν στην γη, αλλά ήταν γόνοι των άστρων, έδωσαν στην γλώσσα καινούργια μονοπάτια, βλάστησαν την σκέψη στο κενό του νου, μαρτύρησαν και πόνεσαν, γεύτηκαν την έκσταση και την άφατη ευτυχία τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε, στα μυστικά μηνύματά τους τρέφουν μια παράλληλη πλάση, οριακοί εκπρόσωποι θεών και δαιμόνων, διάβηκαν το κατώφλι της ύπαρξης γυμνοί, τρελοί και άσωτοι, χωρίς κανένα φραγμό θέλησαν μόνο το Απόλυτο και το βρήκαν στο διαζύγιό τους με τον κόσμο. 









  


    
          



Στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Δάφνης θα βρείτε μερικούς από τους αντιπροσωπευτικούς καταραμένους ποιητές, δώστε λίγη από την προσοχή σας και τον χρόνο σας σε αυτούς τους μοναχικούς φάρους που συνεχίζουν, με τα αθάνατα έργα τους και την παράξενη αγάπη τους, να φωτίζουν τα παγωμένα σκοτάδια του κόσμου…


Εκ μέρους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δάφνης

Αργύρης Καραβούλιας

Δημοσιογράφος – Συγγραφέας

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ



Πάσχα σημαίνει πέρασμα στην καθαρότητα του φωτός!

Σημαίνει μέθεξη με την μαρμαίρουσα αίγλη του ελληνικού τοπίου!

Σημαίνει χρώμα από ανοιξιάτικα ρόδα που αγγίζουν την καρδιά κι αγκάθια  που στεφανώνουν το μέτωπο με τη βίωση των παθών, μέχρι να γλυκάνει ο πόνος με την επέμβαση της Αγάπης!

Σημαίνει ευωδία πασχαλιάς εσπερινής και κατανυκτική ακολουθία!

Η σύνδεση σύμπασας της φύσης με το Θείο δράμα, η καθολική συμμετοχή του όντος στη σταύρωση και στην ανάσταση του Θεανθρώπου, ανοίγουν την πύλη στην αθανασία του πνεύματος και της ψυχής, σπάνε το φράγμα του χρόνου για να πλημμυρίσει με αιωνιότητα κι αγάπη άχρονη η καρδιά, να ανθίζουν παντοτινά εντός μας η δημιουργικότητα και η αυτογνωσία.

Συμμετέχοντας ευλαβικά στην Θεία μυσταγωγία εισερχόμαστε από την επικράτεια του πεπερασμένου στην ευκρασία του απείρου, με την Θεία αυτή συχνότητα συντονισμένοι εκπέμπουμε ευχές λουσμένες στην ευλογία του Αγίου Φωτός για Καλό Πάσχα!!!

Χρόνια πολλά γεμάτα από αειθαλή υγεία με ευχές φωταυγάζουσες από την αείζωη φλόγα της Ανάστασης, ευχές έκλαμπρες για προσωπική πρόοδο και κοινωνική ευημερία.

Το παντοτινά ολοζώντανο και ρηξικέλευθο μήνυμα του Αναστάντος Σωτήρος ας γίνει ολολαμπής οδοδείκτης για να βαδίζουμε τον δρόμο της αρετής αναπνέοντας ελευθερία, ατενίζοντας με αισιοδοξία το μέλλον, λύνοντας για πάντα τα δεσμά του φόβου και του θανάτου.

 

Εκ μέρους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δάφνης

Αργύρης Καραβούλιας

ΔημοσιογράφοςΣυγγραφέας

 

Ζήστε το Ελληνικό Πάσχα, γευθείτε τον ελεύθερο αέρα του, βιώστε την έκπαγλη μεγαλοσύνη του, νιώστε την θεϊκή του αναλαμπή διαβάζοντας τους  τιτάνες-συγγραφείς της ελληνικής γραφής…

Λογοτέχνες που μας χάρισαν μέσα από την ολοφεγγή γραφή τους το διαχρονικό μήνυμα της γιορτής της άνοιξης και του φωτός, του ανθρώπου και του Θεού, την γιορτή της καταλυτικής επίδρασης της Θεότητας στην ανθρώπινη μοίρα, της αθανασίας στην θνητότητα…


ΤΟ ΠΑΣΧΑ
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


«Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν… Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε. Πάσχα, εν χαρά αλλήλους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παραδείσου ανοίξαν. Πάσχα πάντας αγιάζον πιστούς…»

Δια τοιούτων στιχηρών, εξ ων αναπέμπεται ευφροσύνη και αγαλλίασις ανεκλάλητος, η Εκκλησία υμνεί και πανηγυρίζει την Ανάστασιν του Σωτήρος. Η λέξις Πάσχα επενεργεί μαγικώτατα επί των οσίων υμνογράφων και λησμονούσιν επί βραχύ το αυστηρόν και μελαγχολικόν κάλλος, όπερ χαρακτηρίζει τας εμπνεύσεις των προ της απαλής και Λυδικής, ως ειπείν, αρμονίας, ήτις αυτόματος διαχέεται από των ιερών αυτών φορμίγγων επί τω τρισμεγίστω αγγέλματι. Η Εκκλησία, αποβάλλουσα την πένθιμον περιβολήν, ενδύεται λευκήν και φεγγοβόλον στολήν, ως αν αντανακλά επ’ αυτής η λευκότης και η λάμψις του αγγέλου, του αποκυλίσαντος τον λίθον του μνημείου.

Τα ανήλια βάθη, οι ζοφεροί θόλοι των χριστιανικών ναών, διαυγάζονται ως εν ημέρα ανεσπέρου φωτός, και τα άνθη τα εύοσμα και δροσόεντα, άτινα από των λειμώνων και των κήπων μετηνέχθησαν, όπως στολίσωσι την επιτάφιον σινδόνα του Σωτήρος, τηρούσιν έτι της ραδινής των χάριτος, των κοσμικών των θελγήτρων τα ίχνη εν τη τεθολωμένη υπό του λιβάνου ατμοσφαίρα των ναών. Και η Εκκλησία καταπέμπει την ευχήν αυτής την αναστάσιμον κατά την ημέραν ταύτην εν γλώσση αλλοία ή η συνήθης· εν γλώσση πλήρει παιδικών, θα ελέγομεν, σκιρτημάτων και παιδικής συγκαταβάσεως. Εις την μεγάλην ευωχίαν της Αναστάσεως προσκαλεί πάντας, παρόντας και απόντας, νηστεύσαντας και μη νηστεύσαντας, πιστούς και απίστους, και τους φέροντας ένδυμα γάμου και τους αγοραίον περιβαλλομένους ιμάτιον. Ω μέθη της Νύμφης επί τη ανακτήσει του Νυμφίου, ω μέθη τρισαγία και ανερμήνευτος!

Την υψηλήν ταύτην μέθην συναισθάνεται εν τη καρδία αυτού ο ελληνικός λαός, ως ουδείς άλλος λαός. Ουδεμία άλλη χριστιανική εορτή κατέχει παρ’ αυτώ την θέσιν της εορτής του Πάσχα. Οι Δυτικοί έχουσι τα Χριστούγεννα. Ημείς έχομεν την Ανάστασιν. Αύτη είναι η βασίλισσα των εορτών, η πανήγυρις των πανηγύρεων ημών. Οι Δυτικοί εορτάζουσι την γέννησιν του Χριστού εν πλούτω τρυφερών και ωραίων εθίμων, εν οικογενειακή συνενώσει και τέρψεσιν ανθρώπων από καιρού συνωκειωμένων προς τον πολιτισμόν.

Αλλά του ελληνικού γένους η Λαμπρή ανατέλλει και δύει, εν θορυβώδει διαχύσει και υπερτάτη αγαλλιάσει ανθρώπων, οίτινες εις τας φλέβας των τηρούσιν έτι ρανίδας τινάς του αίματος των αγρίων και ατιθάσων και υπό του έρωτος της ελευθερίας βαυκαλωμένων πατέρων μας. Αρματωλικαί συνήθειαι, αγρία ποίησις πληρούσιν εκείνην. Βαρύς χειμών επικάθηται της φύσεως, γογγύζει ο βορράς και πίπτουσιν αι χιόνες, και τα καλά Χριστούγεννα συσπειρούνται πέριξ της σπινθηροβολούσης εστίας.

Αλλά πόσον διάφορον εικόνα παριστά η φύσις παρ’ ημίν, όταν οι κώδωνες των εκκλησιών εξαγγέλλωσι χαρμοσύνως την Ανάστασιν! Το έαρ συνεορτάζει μετά της Εκκλησίας, η φύσις συναγάλλεται μετά της πίστεως. Οι θύμοι των ορέων μοσχοβολούσιν, ο σμαράγδινος μανδύας των πεδιάδων ανακινείται ηρέμα υπό της ζεφυρίτιδος αύρας και στίλβει διακέντητος εκ λευκανθέμων, αι ευωδίαι των εσπεριδοειδών βυθίζουσι τας ψυχάς εις μυστικάς εκστάσεις, τα ρόδα τα εφήμερα, τα αιώνια ρόδα, ξανθά, λευκά, ωχρά, πορφυρά, διηγούνται την δόξαν του Κυρίου. Η Άνοιξις, ως άλλη μυροφόρος, ως της Μαγδαληνής Μαρίας αδελφή, κηρύσσει δια μυρίων στομάτων ότι «εώρακε τον Κύριον». Δεύτε, εξέλθωμεν των σκοτεινών θόλων των ναών, οίτινες δεν αφήνουσι την χαράν μας να εκραγή ακράτητος. Δεύτε, υμνήσωμεν τον Κύριον υπό τον σαπφείρινον και αστερόεντα θόλον του ουρανού και λάβωμεν το φως το ανέσπερον και αναμείνωμεν τα πρώτα μειδιάματα της κροκοπέπλου Ηούς.

Τοιαύτην ώραν ο Κύριος ανέστη, «ζωήν τοις εν τοις μνήμασι χαρισάμενος». Εις ημάς, τους εν τω βίω, ας χαρίση ζωήν ζωής! Χριστός ανέστη! Συναθροισθώμεν πέριξ του οβελισθέντος αμνού και συνοδεύσωμεν την όπτησιν αυτού, εντέχνως στρεφομένου επί της ανθρακιάς δια του κρότου των πυροβόλων. Η πυρίτις έστω το σύμβολον της Αναστάσεως και το φίλημα έστω το σύμβολον της Αγάπης. Δεν εννοούμεν την λάμψιν της Αναστάσεως άνευ της γλώσσης του τρομπονίου· και η αγάπη χωρίς φιλήματος είναι το άνθος άνευ του αρώματος.

Ούτως υποδέχεται και ούτως αντιλαμβάνεται της εορτής του Πάσχα ο ελληνικός λαός. Αυτά τα ονόματα, δι’ ων υποδηλούται το Πάσχα, χρησιμεύουσιν, όπως εμπνέωσιν εις αυτόν ενθουσιασμόν και εξαίρωσιν εις κόσμους ονείρων, ως εν ουδεμιά άλλη εορτή. Όταν λέγη Ανάστασις ο ελληνικός λαός, κρυφία τις χορδή αναπαλλομένη εις τα μυχιαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτόν και του Γένους την ανάστασιν, και ο Χριστός και η Πατρίς συναντώνται εν αυτώ ισοπαθείς και ισόθεοι. Και όταν λέγη Αγάπη ο ελληνικός λαός, εκφωνεί την γλυκυτάτην των λέξεων, ήτις κατ’ εξοχήν τονιζομένη εν τω Ευαγγελίω, και ανακηρυσσομένη εν τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, παρέμεινεν εν τη γλώσση του το κατ’ εξοχήν περιπαθές και εγκάρδιον ρήμα, δι’ ου εκφράζει πάσαν στοργήν και πάντα έρωτα και πάσαν αφοσίωσιν. Και νομίζει τις, ότι ο ημέτερος λαός κατ’ εξοχήν ησθάνθη και απεδέχθη και επραγματοποίησε το κήρυγμα της Αγάπης, ως φέρεται εν τη προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου. «Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται· η αγάπη ου ζηλοί· η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία· πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα πιστεύει, πάντα υπομένει».

Ευνόητον δε ότι, όπως λάβη τις αγνήν ιδέαν περί του τρόπου καθ’ ον προσδεχόμεθα, κατανοούμεν και εορτάζομεν την Ανάστασιν, δέον να ευρεθή κατά την ημέραν της σήμερον μακράν της πρωτευούσης, ένθα, φυσικώ τω λόγω, ο βίος δεν δύναται να παράσχη τοιαύτας απολαύσεις. Αληθής και ανόθευτος Λαμπρή ανατέλλει δια τους κατοίκους των επαρχιών, των πόλεων, των κωμοπόλεων, των χωρίων, όπου διασώζονται καθαρώτερον και εκδηλούνται εμφανέστερον του εθνικού βίου τα ήθη και έθιμα.

Εκεί αι γλυκύταται παραδόσεις, εκεί αι ελληνικώταται συνήθειαι, η χριστιανικωτέρα πίστις και η ευαγγελικωτέρα χαρά συνενούνται και αναφαίνονται επί πάντων και υπό πάντων ακολουθούνται απροσποιήτως και απερίττως· εκεί και άκων τις καθίσταται χριστιανός και εορτάζει την Ανάστασιν και την Αγάπην.

 

ΑΝΕΤΕΙΛΕ ΤΟ ΕΑΡ. Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Έχω την ιδέα πως κι ένας που είναι τυφλός και κουφός, θα νιώσει την άνοιξη που ήρθε, δίχως να βλέπει και δίχως να ακούει τίποτα απ’ όσα τη μαρτυρούν. Γιατί ο κάθε άνθρωπος αισθάνεται από μέσα του τον ερχομό της. Σε μένα, όπως και σε κάθε Έλληνα που αγαπά τη θρησκεία μας, όλα τα φυσικά φαινόμενα είναι δεμένα με το μυστήριο της Εκκλησίας και πιο πολύ η άνοιξη, που γίνεται πνευματική με την Ανάσταση του Χριστού. Άν μπορούσε κανένας να βγάλει από μέσα μου το γλυκό σκίρτημα της θρησκείας, ξέρω πως δε θα’ νιωθα τη φυσική ομορφιά όπως τη νιώθω τώρα, δίχως τον κρυφό ενθουσιασμό, δίχως την αγιασμένη αγαλλίαση που αισθάνομαι τώρα που τα νιώθω όλα συνταιριασμένα με την ευωδία της θρησκείας. ’Θα αισθανόμουν τη φύση όπως την αισθάνονται οι λεγόμενοι «φυσιολάτρες», ποιητικά, εξωτερικά, κι όχι με τη μυστική μακαριότητα και με την αγιασμένη ειρήνη που αισθάνεται ο χριστιανός. Ευφραίνεται η διάνοιά του με τα έργα της υμνωδίας και της αγιογραφίας σε κάθε στιγμή, κι από μέσα απ’ αυτά βλέπει και ακούει και μυρίζει τα ωραία και
τα τερπνά της δημιουργίας.

Ακούγει τη βαθύτερη φωνή της φύσης. Τώρα το Πάσχα, το μοσκοβόλημα που βγάζουνε τα άνθια και τα βότανα, το κελάηδισμα των πουλιών, το λεπτό τ’ αγέρι που σαλεύει τα χλωρά κλαριά, τ’ αλαφρό κύμα που γλυκομουρμουρίζει στην ακρογιαλιά, στους κάβους, στα νησιά, τα βουνά και τα λαγκάδια, όλα τα νιώθεις να πανηγυρίζουνε μαζί με τα μακάρια πνεύματα, για την Ανάσταση του Χριστού. Η ευωδία που γεμίζει τον αέρα από τα λουλούδια ανακατεύεται με τα μύρα που κρατούσαν οι Μυροφόρες, πηγαίνοντας στον τάφο του Χριστού. Τα ερημοκλήσια των βουνών πανηγυρίζουνε. Ψαλμωδίες ακούγονται παντού, στις πολιτείες, στα χωριά, στα ταπεινά εκκλησάκια που βρίσκονται μέσα στα περιβόλια, στ’ αμπέλια κι απάνω στους ξερούς βράχους, στις ακροθαλασσιές και στα νησιά.

Αλλά, όπου και να βρεθώ, σε στεριά και σε θάλασσα, ακούω μέσα μου και σιγοψέλνω τα χαρμόσυνα τροπάρια της Αναστάσεως, που κάνουνε να ευωδιάζουνε όλα γύρω μου.

Τ’ άγρια κλαδιά στάζουνε μια δροσιά αγιασμένη. Το χώμα και το κάθε ταπεινό βότανο μοσκοβολά σαν μοσκολίβανο. Ναός Θεού είναι όλη η πλάση. Τα βουνά σηκώνουνε με αγαλλίαση τις κεφαλές τους μέσα στο χρυσό φως. Τα άσπρα συννεφάκια ανεμίζουνται σαν σημαίες μέσα στο γαλανό ουρανό. Η θάλασσα αστράφτει στον ήλιο, ανάμεσα στα δέντρα, στολισμένη με κάβους και με νησάκια. Ως κι οι ξέρες του πελάγου, κι εκείνες γιορτάζουν. Το χώμα είναι μοσκολίβανο. Οι πέτρες θαρρείς πως είναι κι εκείνες ζωντανές και χαρούμενες. Τίποτα δεν είναι νεκρό και άψυχο, σήμερα που αναστήθηκε ο Χριστός και χάρισε σε όλα τα πλάσματα και τα κτίσματα ζωή κι αθανασία. Ο Βασιλέας της ζωής βασιλεύει σήμερα απάνω στο ζωντανό βασίλειό του. Πουθενά δεν υπάρχει πια θάνατος, πουθενά δεν απόμεινε σκοτάδι: «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια.»

Για τούτο, όλη η κτίση δοξολογά ευχαριστώντας τον ευεργέτη της, από τα σύννεφα που αρμενίζουνε ψηλά, από τα ακατάλυτα βουνά, ως το χορταράκι που κρύβεται ταπεινά κάτω από την πέτρα. Ακούγω τα δέντρα να ψέλνουνε σαν ψαλτάδες, σαν παπάδες και σαν δεσποτάδες: ο δρυς είναι ο δεξιός ψάλτης και ψέλνει «αργώς και μετά μέλους» τούτο το αθάνατο τροπάρι: «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. Εκ γαρ θανάτου προς ζωήν, και εκ γης προς ουρανόν, Χριστός ο Θεός ημάς διεβίβασεν επινίκιον άδοντας». 

 Κι η βαλανιδιά, που είναι ο αριστερός ψάλτης, ψέλνει: «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγώνου τερατουργούμενον, αλλ’ αυθαρσίας πηγήν, εκ τάφου ον βρήσαντος Χριστού, εν ω στερεούμεθα» και πάλι, άλλος δεξιός ψάλτης, η ελιά, ψέλνει κατανυκτικά την ε ωδή: «Ορθρίσωμεν όρθρου βαθέος, και αντί μύρου τον ύμνον προσοίσωμεν, το δεσπότη και Χριστόν οψόμεθα, δικαιοσύνης ήλιον, πάσι ζωήν ανατέλλοντα». Από τ’ αριστερό αναλόγι ο έταιρος αριστερός ψάλτης, ο πρίνος, ψέλνει με την τραχιά φωνή του, και λέγει: «Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία, εορτών εορτή, και πανήγυρίς εστι πανηγύρεων, εν η ευλογούμεν Χριστόν εις τους αιώνας».

Ύστερα ακούγεται η φωνή του κυπαρισσιού, που είναι ο διάκος, λιγερόκορμος και αρχιμούστακος, και λέγει την εκφώνηση: «Την θεοτόκον και μητέρα του φωτός εν ύμνοις τιμώντες μεγαλύνωμεν» και ο πρωτοψάλτης ο δρυς ψέλνει με μεγαλοπρέπεια: «Ο Άγγελος εβόα τη Κεχαριτωμένη, Αγνή Παρθένε χαίρε, και πάλιν ερώ, χαίρε! Ο σος Υιός ανέστη τριήμερος εκ τάφου. Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ. Η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε. Χόρευε νυν και αγάλλου Σιών. Συ δε, Αγνή, τέρπου, Θεοτόκε, εν τη εγέρση του τόκου σου».

Έτσι προχωρεί η λειτουργία πριν να βγει ο ήλιος, αυτή η μυστική λειτουργία, που την ακούνε μονάχα τα πνευματικά αυτιά και που οι υμνωδίες της αντιλαλούνε μέσα στη μεγάλη εκκλησία της πλάσης, που έχει για κουμπέδες τα ψηλά βουνά, για σταυροθόλια τα δροσερά λαγκάδια, για εικονοστάσι τους κατακάθαρους βράχους που είναι στολισμένοι με αγριοβότανα, για αγίασμα το γαλανό πέλαγο, για εξαφτέρουγα και για λάβαρα τα σύννεφα, για πολυέλαιο τον ήλιο, για καντήλια τα άστρα. «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε το υποποδίω των ποδών αυτού, ότι Άγίος εστιν!

Την ώρα που ο ήλιος χτυπά αστραφτερός στις κορφές των βουνών, αρχίζουνε να ψέλνουνε το «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον. Αινείτε τον Κύριον εκ των ουρανών, αινείτε αυτών εν τοις υψιστοίς!» Κι ύστερα ψέλνουνε τα στιχηρά του Πάσχα: » Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού, και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν. Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται…». Και στο τέλος ο πρωτοψάλτης ο, δρυς, με τη βροντερή φωνή του ψέλνει με σεμνή μεγαλοπρέπεια το δοξαστικό της Αναστάσεως που αντιλαλεί ως τα πέρατα της οικουμένης: «Αναστάσεως ημέρα και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει. Και ούτω βοήσωμεν: Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ναι. Αυτή τη μυστική λειτουργία την ακούνε σ’ όποιον τόπο πάνε, όσοι ήπιανε από την άφθαρτη πηγή της Ορθοδοξίας. Γύρω τους όλα ψέλνουνε και μέσα τους πάλι άλλοι ψαλτάδες μυστηριώδεις και ιερείς και διάκοι και κανονάρχοι ψέλνουνε δοξολογώντας την Ανάσταση του Χριστού.

Παπάδες είναι ο παπα-Πεύκος κι ο παπα-Κέδρος. Αρχιμανδρίτης είναι ο παπα-Έλατος. Δεσπότης είναι ο πλάτανος. Διάκοι είναι το κυπαρίσσι και η λεύκα. Πρωτοψάλτης είναι ο δρυς. Ψαλτάδες είναι οι βαλανιδιά, ο πρίνος, ο σκίνος κι η ελιά η καλογριά. Κανονάρχοι είναι η μυρσίνα, ο ασπάλαθος, το σφεντάμι, ο αβαγιανός, το φλισκούνι, τ’ αρπεδούκλι, η ρίγανη, το θυμάρι. Και μαζί με τους ψαλτάδες σιγομουρμουρίζουνε η αστοιβιά, η ανθισμένη κουνούκλα, ο δυόσμος, ο βασιλικός, η μαντζουράνα, ο απήγανος, οι ανεμώνες, τ’ αγκάθια, τα ψύλληθρα, τ’ απεραθάκια και τα άλλα ταπεινά και αθώα βότανα.

Ο Χριστός βρίσκεται μέσα σε όλα. Όλα, τα πάντα Τον ευχαριστούνε γιατί τους έδωσε τη ζωή με την Ανάστασή Του. Χωρίς το Χριστό όλα είναι νεκρά και βουβά. (….)

Ω! Χωρίς την ευωδία που βγαίνει από το μυστικό κήπο του Χριστού, ναι, δεν μπορεί να νιώσει ο Έλληνας Χριστιανός την ευωδία της άνοιξης. Μέσα στην ψυχή του, η φυσική άνοιξη γίνεται ένα με το πνευματικό έαρ κι έτσι αισθάνεται τη χαροποιό πνοή της αιώνιας ζωής, ψέλνοντας με ανεκλάλητη χαρά και αγαλλίαση: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιωτής, της αιωνίου, απαρχήν και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των Πατέρων Θεόν και υπερένδοξον.» «Γιορτάζουμε τη νέκρωση του θανάτου και την κατάργηση του Άδη. Γιορτάζουμε, γιατί αρχίζει για μας μια άλλη ζωή, αιώνια, και για τούτο, με σκιρτήματα χαράς, υμνούμε Εκείνον που μας χάρισε αυτήν την αθάνατη ζωή, που είναι ο μόνος ευλογητός των Πατέρων Θεός και υπερένδοξος.»

 

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

 ΓΙΟΡΤΕΣ


Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,

θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν

«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,

μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου

στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες

χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.

Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα

της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν

θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν

μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη.

Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα

με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,

πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους,

τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.

Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν

απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι

σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:

«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..»

Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι

κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,

ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα

της εκκλησιάς…

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ

 Η ΛΑΜΠΡΗ


Να ᾽την η Λαμπρή με τα λουλούδια

κόψετε, παιδιά, την πασχαλιά

κι όλα με χαρές και με τραγούδια

τρέξετε ν᾽ αλλάξωμε φιλιά.

 

Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα

και μοσχοβολούν οι εκκλησιές

μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα

τα φιλιά της άνοιξης δροσιές.

 

Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι

και τ᾽ αρνί μας ψήνεται σιγά.

Και με της Ανάστασης τη χάρη

φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾽ αυγά.

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

 Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΗ ΒΗΘΑΝΙΑ 


Στη Βηθανίαν, ο Ιησούς, να ξαποστάσει τώρα,

που ο φίλος του ειν’ ο Λάζαρος κ’ οι δυό του οι αδερφές,

στο δώμα μέσα κάθεται το φτωχικό, την ώρα
που με τη δύση ανάβουνε οι άχνες βουνοκορφές …

Στον κήπο ρεύει μυγδαλιά, ροδακινιά κι ανθίζει,
σε γλύκας πέπλο λούζονται τα πάντα, νυφικό,
κ’ ήρθ’ η Μαρία, κι αμίλητη στα πόδια του καθίζει,

κ’ η Μάρθα ωστόσο γνοιάζεται με βιά τό σπιτικό.

Κι όπως τρυγόνι, από μακρά, στα φουντωμένα μέρη
τού κήπου αν φτάσει και πυκνό διαλέξει το κλαδί,

στου Θεού τοξότη ως να ‘στεκε το δάχτυλο, τ’ αγέρι
ξιπάζει ως σκώνει το λαμπρό λαιμό και κελαδεί—

κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,

από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι

τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.

Της ευτυχίας, που νείρεται, δεν τη βαραίνει η έννοια,

βαθιά ως ξανοίγει, δίπλα της, η ανθούσα αναπνοή
να την τυλίγει στη θαμπήν αχώ τήν ασημένια,

σάμπως νερών που τρέχουνε, σά μελισσιώνε βοή . . .

Μαζί της ο ήλιος, δουλευτής, στον κάμπο καθώς σκύβει,

όλη τη χλόη φλογίζοντας με άχνη φεγγοβολή,
θεϊκό γιομίζει θησαυρό τ’ άχύρινο καλύβι,
τόν κήπο ντύνει ολόγυρα μ’ ατίμητη στολή.

 Στέκουν τα πάντα στη λαμπρή στιγμή σα μαγεμένα
μες στην αχτίδα χάνεται σάν άστρο ο κορνιαχτός·

μεγάλα κι ολοφάνερα, τριγύρα της, στημένα
τά πλάσματα όλα, ως τα βλογά στό Λόγο του ο Χριστός.

Σκεπή το νέφι γίνεται· λαός το κοπάδι· στύλος

το δέντρο το παράμερο στο μακρινό στρατί·
σα σκαλιστός στο μάρμαρο, μπρος στο κατώφλι, ο σκύλος

που το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του κρατεί…

 Ακούει, και μέσα ο μυστικός αντίλαλος σταλάζει

στά φρένα της αδιάκοπα το θάμπος του γοργά,

από το χιόνι πιότερο λευκό κι απ’ το χαλάζι,
κι ως στην ψυχή της τρίσβαθα ν’ απλώνεται νογά,

καθώς του κρίνου σαν σιγά ξετυλιχτούν τα θάμπη

κι ακέριος στην παράδεισον αφήνετ’ ανοιχτός,

απάνω του, κατάκορφα, διαμάντι η δρόσο λάμπει

και στ’ άγιο το πετράδι της δε στέκει κορνιαχτός.

 “Ας τα ‘χει ή γης κι ο άνεμος, ας τα ‘χουν τα σκοτάδια”

— στο βυθισμό τόν άχραντο κρυφομιλει η ψυχή —
«τα ώρια στολίδια τα χρυσά, του γάμου τα πετράδια,
του Λόγου Του σα μ’ έλουσεν η ευφραντική βροχή.

 «”Αγια ή ζωή· κι αν ένιωσα τριγύρα μου τά βρόχια,
τα ξόβεργα που ακοίμητος μας σταίνει ό πειρασμός,
στ’ άνθια περνά, στ’ άνθια κεντά, στ’ άνθια ανασαίνει ή φτώχεια,

άνθια ό βαθιός τοϋ κόρφου μου ξανοίγει δροσισμός!».